ὄνοιρος

ὄνοιρος
ὄνοιρος, [dialect] Aeol. for ὄνειρος, EM660.53 ; voc.
A

Ὄνοιρε Sapph.Oxy. 1787

Fr.3 ii 15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όνοιρος — ὄνοιρος, ὁ (Α) (αιολ. τ.) βλ. όνειρο …   Dictionary of Greek

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

  • oner- —     oner     English meaning: dream     Deutsche Übersetzung: “Traum”     Grammatical information: older r/n stem     Material: Arm. anurj “dream” (*onōr i̯o , compare Gk. τέκμωρ : τέκμαρ “mark, token, sign”); Gk. ὄναρ nom. acc. n. “dream” and… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”